- υπεραυχώ
- -έω, Ακαυχιέμαι υπερβολικά, δείχνω μεγάλη αλαζονεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεραυχῶ — ὑπεραυχέω to be over proud pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπεραυχέω to be over proud pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπεραυχέω to be over proud pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπεραυχέω to be over proud pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
υπέραυχος — ον, Α [ὑπεραυχῶ] 1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον η υπέρμετρη αλαζονεία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα οι υπέρμετρα… … Dictionary of Greek
υπαυχενώ — έω, Μ είμαι αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί ενός αμάρτυρου *ὑπερ αυχενῶ (αντί ὑπεραυχῶ κατ επίδραση τής λ. αὐχήν, ένος), κατ επίδραση τού ὑπ(ο) *] … Dictionary of Greek